πλαστῶν

πλαστῶν
πλάστης
moulder
masc gen pl
πλαστή
mud-wall
fem gen pl
πλαστός
formed
fem gen pl
πλαστός
formed
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… …   Dictionary of Greek

  • Michail Misunov — (Michalis Misunov) (born 1964 in Moscow) is a retired basketball player. He started his career in Šibenik in Šibenka and played in Aris BC in the period 1987–1997 and won 4 championships (1988, 1989, 1990, 1991), 4 cups (1988, 1989, 1990, 1992).… …   Wikipedia

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • λογοποιία — λογοποιΐα, ἡ (ΑM) [λογοποιώ] 1. η διήγηση πλαστών ειδήσεων, η επινόηση ψευδών λόγων ή πράξεων 2. μύθος μσν. φλυαρία, πολυλογία αρχ. 1. δέηση, παράκληση, προσευχή 2. απόδοση λογαριασμού, λογοδοσία …   Dictionary of Greek

  • πλαστογράφος — ο, ΝΜΑ αυτός που διαπράττει πλαστογραφία, αυτός που ασχολείται με την κατάρτιση πλαστών εγγράφων με την έντεχνη απομίμηση ξένου γραφικού χαρακτήρα ή διακριτικών συμβόλων, αποβλέποντας κυρίως σε προσωπικό όφελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • πλαστογραφία — Η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, με σκοπό την παραπλάνηση άλλου προσώπου όσον αφορά ένα γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η εν γνώσει χρησιμοποίηση πλαστού ή νόθευση εγγράφου. Η π. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα …   Dictionary of Greek

  • υπαργύρευσις — εύσεως, ἡ, Α [ὑπαργυρεύω] 1. σύναψη χρεών 2. χρήση πλαστών νομισμάτων …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοϊσιδώρειος — α, ο, θηλ. και ος, ΝΜ φρ. «ψευδοϊσιδώρειοι διατάξεις» εκκλ. συλλογή πλαστών παπικών εγγράφων αποδιδόμενη στον Ισίδωρο Μερκάτορα, που χρησιμοποιήθηκε για την υποστήριξη τών παπικών διεκδικήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Ισίδωρος] …   Dictionary of Greek

  • ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”